Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λίθοισι ζ

См. также в других словарях:

  • λίθοισι — λίθος stone masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντέμνω — (AM ἐντέμνω, Α ιων. τ. ἐντάμνω) κάνω τομή, εγκοπή σε κάτι, εγχαράζω («ἐντάμνων ἐν τοῑσι λίθοισι γράμματα», Ηρόδ.) αρχ. 1. κόβω, αποκόπτω 2. διασχίζω 3. σφάζω στον βωμό για θυσία («ἐντέμνεται σφάγια») 4. (για βότανα που χρησιμοποιούνται ως… …   Dictionary of Greek

  • πυκάζω — και δωρ. τ. πυκάσδω Α [πύκα] 1. (με σημ. τής προστασίας ή υπεράσπισης) σκεπάζω, κρύβω 2. περιβάλλω, ασφαλίζω («νῆα... πυκάσαι τι λίθοισι πάντοθεν», Ησίοδ.) 3. καλύπτω πυκνά, περικαλύπτω, επικαλύπτω (α. «πρίν... πυκάσαι... γένυς εὐανθέϊ λάχνῃ», Ομ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»